Τετάρτη, Μαΐου 25, 2005

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΑΘΗΝΩΝ

Τι είναι ο υπερρεαλισμός; Το ερώτημα αυτό επανέρχεται, ογδόντα και πλέον χρόνια από την αρχική του διατύπωση, για να καταστήσει σαφές εκείνο που θα έπρεπε να είναι ήδη αυτονόητο, προφανές και σε μεγάλο βαθμό κοινό κτήμα της ανθρωπότητας, στην μακρά πορεία της προς την πνευματική απελευθέρωση και την κοινωνική χειραφέτηση.

Κατ’ αρχάς είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι ο υπερρεαλισμός δεν είναι απλώς ένα λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα της πρωτοπορίας, με συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης και λήξης όπως τον παρουσιάζουν οι εγκυκλοπαίδειες, τα λεξικά και οι ιστορίες της τέχνης και της λογοτεχνίας. Αποτελεί την συνειδητοποίηση και απόπειρα ολικής έκφρασης ενός προτάγματος που οι πρώιμοι σπινθήρες του διαύγασαν τον νυχτερινό ουρανό του νεότερου κόσμου σχηματίζοντας το μονόγραμμα μιας υπόσχεσης που ακόμη και αν η μοίρα της είναι να παραμείνει ανεκπλήρωτη—αλλά ποιος μπορεί να το πει αυτό, πριν προφερθεί η τελευταία μας λέξη;—δεν είναι λιγότερο αισθητή η επιθυμία προσέγγισης της πηγής της, εναρμονισμού με την προοπτική της.

Ως ανάγκη του ανθρώπου, ο υπερρεαλισμός δεν είναι ούτε περιορισμένος σε στενά χωρικά, κοινωνικά και ιστορικά πλαίσια, αλλά ούτε και άχρονος. Αν οι ρίζες του φθάνουν πολύ μακριά, αν συστηματοποιεί ένα πλέγμα σημάτων που φαίνονταν να αναπτύσσονται αυτόνομα και τυφλά, χωρίς συνείδηση της βαθιάς τους συνάφειας, και αν οι εκφάνσεις του αγγίζουν ακόμη φευγαλέα όσους εμποδίζονται να τον αναγνωρίσουν και να τον ονομάσουν, δεν υπήρξε λιγότερο υπαρκτή η απόφαση ίδρυσής του, ούτε και άμοιρη επιρροών από τους κραδασμούς που διαπερνούσαν τότε τον πνευματικό και κοινωνικό ορίζοντα. Και αν αναδύθηκε μες από το κλίμα μιας σειράς “σχολών” ή πρωτοποριακών κινήσεων, δεν είχε καμία ψευδαίσθηση για την όποια σύγκλισή του με αυτές. Το ιστορικό πλαίσιο της πρώιμης έκφρασής του παρέσχε τις συνθήκες συνειδητοποίησης ενός δυναμικού που μόνη η διοχέτευσή του στο σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης ήταν σε θέση να αξιοποιήσει.

Ο υπερρεαλισμός έτσι βρίσκεται εντός της ιστορίας, αλλά όχι με την έννοια μιας στιγμής στην εξέλιξη των τρόπων με τους οποίους εκλαμβάνεται και λειτουργεί η τέχνη. Αυτό σημαίνει ότι το “τέλος” του, ως κινήματος, δεν εγγυάται καμιά επιβίωση της όποιας κληρονομιάς του σε μια συνεχιζόμενη επ’ αόριστον ευρύτερη “πρωτοπορία”, αφού η τελευταία αυτή, όντας μια σύλληψη αδιανόητη έξω από τις συνθήκες που την παρήγαγαν και τους περιορισμούς που συνεπάγονται αυτές, αδυνατεί να εγγυηθεί την αναγκαιότητά της σε έναν κόσμο που αλλάζει χωρίς να καταπνίγει την επιθυμία που εξακολουθεί να υποδαυλίζει το υπερρεαλιστικό πρόταγμα. Ένα τέτοιο “τέλος” δεν μπορεί εξ άλλου να αντιμετωπισθεί (όπως υποστηρίχθηκε κάποτε) ως αναπόφευκτη ολοκλήρωση ενός κύκλου στην ευρύτερη πορεία ενός “αιώνιου” υπερρεαλισμού, γιατί η μόνη δυνατή μοίρα μιας κίνησης που συγκέντρωσε τις υπάρχουσες δονήσεις σε μια πρωτόγνωρη δέσμη δυνάμεων είναι να τις διασκορπίσει οριστικά με την διακοπή της, αδιάφορη για την όποια αιωνιότητα. Υπάρχουν μόνο δύο επιλογές: ή ο υπερρεαλισμός παραμένει έτοιμος όσο πάντοτε να αναγνωρίσει το τέλος του μόνο σε μια κίνηση πιο ρηξικέλευθη, που υπερβαίνει την δική του εμβέλεια, ή επιλέγεται η απόρριψη των ίδιων του των προοπτικών, ως “ιστορικά παρωχημένων”. Όμως η ολική παραίτηση, η ακινησία των ιδεών και των αισθήσεων που συνεπάγεται μια τέτοια πεποίθηση θα αποτελούσε μια ακατανόητη επιλογή για όποιον έχει βιώσει την ακατάπαυτη μεταλλαγή των επιθυμιών του στο μήκος ενός μίτου που ξετυλίγεται στους πιο δαιδαλώδεις σχηματισμούς, κι ωστόσο ακούει ακόμη στο ίδιο όνομα.



Αντιθέτως από ό,τι θα πιστεύαμε αν δίναμε σημασία σε έναν βολικό για κάποιους κοινό τόπο, ο υπερρεαλισμός δεν αποτελεί μία απόπειρα φυγής από την πραγματικότητα ή απόδρασης από την καθημερινότητα, δεν ανάγει τα πάντα στο παράλογο, ούτε τείνει προς την διάλυση και τον κατακερματισμό κάθε γνωστικού αντικειμένου, αλλά ούτε και είναι μία τάση που επιδιώκει να αναγάγει τα ετερόκλητα γνωρίσματά της σε μια στατική κατάσταση φαινομενικής ομοιομορφίας. Αποτελεί μια συγκροτημένη θεωρία εποπτικότερης θέασης και ερμηνείας του κόσμου. Αντιπροσωπεύει έναν ιδιαίτερο τρόπο σύλληψης, κατανόησης και διαπραγμάτευσης των εκδηλώσεων της ζωής, που δίνει έμφαση σε ένα πλήθος από υποβαθμισμένα ή συκοφαντημένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης νόησης, σε μια προσπάθεια ανασύνθεσης της διασκορπισμένης και αλλοτριωμένης ανθρώπινης συνείδησης.

Ο υπερρεαλισμός είναι ένας ολόκληρος τρόπος σκέψης και αντίληψης της φύσης αυτού που ονομάζουμε ζωή σε όλο της το φάσμα, αλλά και μια ιδιαίτερη στάση απέναντι στα φαινόμενα που απαρτίζουν τον κόσμο, έχοντας ως κύρια επιδίωξη την ριζική αλλαγή της οπτικής με την οποία οι άνθρωποι βλέπουν την ζωή και την πραγματικότητα, καθώς και την ανάδειξη της πολυδιάστατης υπόστασής τους. Επιδεικνύοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στις αυτοσχέδιες εμπνεύσεις της στιγμής, στην ακατανίκητη παρόρμηση της ενδοσκόπησης και της ανάκλησης απωθημένων σκέψεων, επιθυμιών και συναισθημάτων από το ασυνείδητο, στον λεκτικό αυτοματισμό, την γλωσσική παραφορά, την διανοητική αυθορμησία και την εγκατάλειψη στα αναπάντεχα ευρήματα της τυχαιότητας, ο υπερρεαλισμός παρακινεί τον άνθρωπο να αποδεσμεύσει το πνεύμα του από ηθικές προκαταλήψεις και κοινωνικές δεσμεύσεις, ώστε να διευρύνει τους ορίζοντες της αντιληπτικότητάς του, μεταβάλλοντας εξ ολοκλήρου τους όρους διαβίωσής του στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον.

Ο υπερρεαλισμός αποσκοπεί σε μια ολική σύνθεση των συστατικών και των αντινομιών της πραγματικότητας, σε ισότιμη βάση και συνεχή διαλεκτική αλληλεπίδραση, μέσω της διαρκούς εναλλαγής κυρίαρχων και παθητικών ρόλων κάθε μορφής εκδήλωσής τους, καθώς και μέσω της προβολής αφανών και παραμελημένων τομέων του ανθρώπινου φαντασιακού και της αυτούσιας και αμεταμφίεστης προβολής τους στην επιφάνεια της συνείδησης. Αποτελεί μια αέναη διαδικασία αναζήτησης διεξόδων προς νέες νοητικές αναλογίες και πρωτόγνωρες προοπτικές, προς μια συστηματοποίηση του ανθρώπινου ψυχισμού που να εμπεριέχει τις λεγόμενες ανορθολογικές συνιστώσες του, χωρίς κάτι τέτοιο να συνεπάγεται την εγκαθίδρυση ενός συγκεκριμένου “ανορθολογικού” σχήματος στο επίκεντρο κάθε δράσης και θέασης. Ο προσδιορισμός εξ άλλου αυτών των συνιστωσών σε συνάρτηση με έναν κάποιον υποτιθέμενο σταθεροποιητικό μηχανισμό που επιβάλλει την εξολόθρευση ή σκιώδη επιβίωσή τους υπαινίσσεται μια άλυτη αντίθεση που ο υπερρεαλισμός ανάγει σε δυναμική, χωρίς ποτέ να την μετατρέπει σε ουδέτερη συνύπαρξη.

Ο υπερρεαλισμός μάς παρακινεί να εκμεταλλευθούμε στο έπακρο την ικανότητα που διαθέτουμε να υπερβαίνουμε τις εγγενείς μας αντιφάσεις αναγνωρίζοντας την μαγνητική συγγένεια των επιμέρους στοιχείων τους. Καταγγέλλει την επιβίωσή μας μέσα σε μια επίφαση ζωής ως ανολοκλήρωτοι άνθρωποι, αδύναμοι απέναντι σε όλα, απογυμνωμένοι από την δυνατότητα επινόησης νέων μύθων και ανυποψίαστοι για τις απολαύσεις που δεν τολμούμε να βιώσουμε, φοβούμενοι να τις αποφυλακίσουμε από τα ενδότερα της συνείδησής μας, γιατί δεν γνωρίζουμε πού είναι ικανές να μας οδηγήσουν. Κι όμως, το κλειδί που ανοίγει διάπλατα τις θύρες των υπερρεαλιστικών πεδίων βρίσκεται μέσα στον καθένα μας και η διαχείρισή του δεν απαιτεί να γνωρίζουμε τις οδηγίες χρήσεως.



Ο υπερρεαλισμός δεν είναι μια λογοτεχνική ή καλλιτεχνική τεχνοτροπία που προσπαθεί να πρωτοτυπήσει ή να εντυπωσιάσει βασιζόμενη στο αλλόκοτο και στο εξωπραγματικό. Αν τοποθετείται, ύποπτα, στο επίπεδο της αισθητικής έκφρασης, αυτό συμβαίνει γιατί εντοπίζει και αναδεικνύει εν τη γενέσει του το φαντασιακό δυναμικό που, έξω από εκείνον, αποκόβεται από την σχέση του με το ψυχικό και κοινωνικό γίγνεσθαι και διοχετεύεται σε έναν τομέα αλλοτριωμένο και αυτόνομο. Ο υπερρεαλισμός ωστόσο είναι η τοποθέτηση, σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιών, της εγγενούς ανάγκης του ανθρώπου να εκφράζεται όσο το δυνατόν πιο ελεύθερα, έξω από τις κοινωνικές, ηθικές και ιδεολογικές αρχές και τα ασφυκτικά πλαίσια που καθορίζει η κυρίαρχη ιδεολογία κάθε εποχής, ιδεολογία που επιδιώκει να επιβάλλει την έννοια κάποιων “μοντέλων” στην σκέψη και στον λόγο, και ορισμένων επιτρεπτών ορίων στην έκφρασή τους για λόγους καθαρά εξουσιαστικούς.

Ο υπερρεαλισμός επενδύει στην απελευθερωτική δύναμη της γλώσσας, από την ιδιαίτερη χρήση της οποίας εκτιμά ότι μπορεί να προκύψει μία γενικευμένη πρόταση αυτογνωσίας μέσω της άμεσης και αμεταμφίεστης καταγραφής εντυπώσεων, ερεθισμάτων, παρορμήσεων και επιθυμιών κάθε είδους, προέλευσης και μορφής, με οποιονδήποτε τρόπο αυτές απορρέουν ή εκμαιεύονται, αξιοποιώντας για τον σκοπό αυτό όλα ανεξαιρέτως τα νοητικά δεδομένα και τις ικανότητες που ο καθένας διαθέτει και οι οποίες, άπαξ ανιχνευθούν και καταγραφούν, αποτελούν άμεσες αποδείξεις ύπαρξης αυτοτελών πραγματικοτήτων από τις οποίες προήλθαν ή τις οποίες εκφράζουν, χωρίς την επέμβαση της ορθολογικής διαδικασίας της εξήγησης, της ερμηνείας, της αξιολόγησης ή της δικαιολόγησης της παρουσίας τους. Διαμέσου αυτής της πορείας αυτογνωσίας, είμαστε σε θέση να οδηγηθούμε προς μια νέα κατανόηση της έννοιας και του περιεχομένου της ανθρώπινης ελευθερίας, δίδοντάς της το πλέον ριζοσπαστικό περιεχόμενο, και θεωρώντας την όχι ως κάποιο ιδανικό προβεβλημένο στατικά σε ένα απώτατο μέλλον, αλλά ως μια διαρκή διακύβευση, ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας, άμεσα αισθητό στα σήματα της καθημερινής εμπειρίας, πάντοτε πρόσφορο στην διεκδίκηση και ικανό να μας οδηγήσει σε έναν επαναπροσδιορισμό του ανθρώπινου πεπρωμένου.

Ο μύθος—βασική σταθερά στον υπερρεαλισμό—εμφανίζεται εδώ απαλλαγμένος από μεταφυσικές παραμέτρους, χωρίς οι συνθήκες διαμόρφωσης αυτών των τελευταίων να παραγνωρίζονται. Ο υπερρεαλισμός συνειδητοποιεί απόλυτα ότι ο πόθος που τον διαπερνά έχει την εκρηκτική ιδιότητα της διαρκούς επίκλησης των αντιθέσεων που είναι εγγενείς στην ανθρώπινη κατάσταση όπως την βιώνουμε. Αν η αποξένωση του ανθρώπου από τον κόσμο αντανακλάται στα συστατικά στοιχεία της εσωτερικής του κοσμογραφίας, ο υπερρεαλισμός ενεργοποιεί την επαναστατική νοσταλγία, την αέναη αναζήτηση των χαμένων κλειδιών που θα επανέφεραν την ισορροπία, χωρίς να καταφεύγει στο άλλοθι της προσμονής μιας εξωκοσμικής κατάλυσης των διαφορών. Ο υπερρεαλιστικός μύθος είναι ανοιχτός ακριβώς γιατί αναπτύσσει, μέσα από άπειρους προσανατολισμούς στο “δάσος των ενδείξεων”, μια πορεία που κατευθύνεται από την μέθη της δυνατότητας, τον χλευασμό της “ευθείας οδού”, και που η αβεβαιότητα της έκβασής της παρατείνει τον πόθο της συνέχισής της. Και αν η σκιά της αρνητικότητας παραμονεύει σε κάθε στροφή, αν η πορεία διανθίζεται από ένα γέλιο που το περίγραμμά του είναι αιμάτινο, αυτές είναι οι εγγυήσεις που έχουμε για το ότι ο δρόμος που πήραμε απέχει πολύ από το να είναι ο ασφαλέστερος.



Όταν ως ατομικές οντότητες φθάσουμε στο σημείο να αποδεχόμαστε και να συσχετίζουμε άμεσα και αβίαστα τις υπερρεαλιστικές εκδηλώσεις των αντιληπτών φαινομένων και να τις εντάσσουμε με φυσικό τρόπο στην καθημερινή μας ζωή, αλλά και όταν κατορθώσουμε να αναγνωρίσουμε την αξία της ασυνείδητης λειτουργίας της ατομικής μας ύπαρξης και των ευρημάτων της αντικειμενικής συγκυρίας, που υποδαυλίζουν τον πόθο και τον διοχετεύουν σε κάθε τομέα δραστηριότητάς μας, τότε ο υπερρεαλισμός ως τρόπος σκέψης και δράσης, μπορεί να καταστεί ένα θεμελιώδες βίωμα του ανθρώπου και να εγγραφεί στην ζωή του ως μία και μοναδική, απόλυτη και πολυδιάστατη πραγματικότητα.

Η μελέτη και ανάλυση των ονειρικών φαινομένων, και οι οραματικές αναλαμπές της βέβηλης φαντασίας, που διευρύνουν τις προοπτικές και πολλαπλασιάζουν τις πιθανότητες εφαρμογής στην πράξη των βαθύτερων επιθυμιών μας, αλλά και η δι-υποκειμενική επικοινωνία των ερωτευμένων όντων, διατηρούμενη σε κατάσταση αγνού αυθορμητισμού κατά την αναζήτηση του “θαυμαστού” σε κάθε εκδήλωση της εξελικτικής πορείας της, καταργεί τους φραγμούς τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές υπάρξεις όσο και ανάμεσα στο νοητό και τον βιωματικό κόσμο, στο όνειρο και την εγρήγορση, στην λογική και την τρέλα, περιλαμβάνοντας όλες τις μορφές της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς σε μία ενιαία σύλληψη ενός κόσμου εν τω γίγνεσθαι, όπου κάθε στοιχείο του μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταβληθεί στο αντίθετό του, να πεθάνει και να ξαναγεννηθεί.

Ο υπερρεαλισμός κατά συνέπεια ταυτίζεται με την ιδανική λειτουργία της ποίησης, που δεν είναι άλλη από την ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος, στην κατάσταση της μέγιστης δυνατής ελευθερίας, να συνθέτει μια σειρά από επιμέρους ή συμπληρωματικές πραγματικότητες, δημιουργώντας μέσα σε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο μία συνολική υπερπραγματικότητα. Η κατάσταση της υπερπραγματικότητας είναι μία εφικτή δυνατότητα της ανθρώπινης υπόστασης, ικανή να συντελεστεί όταν το πνεύμα, απελευθερωμένο από κάθε εξωτερικό καταναγκασμό, ηθική παρεμπόδιση και επίκτητες προκαταλήψεις, προβαίνει σε μια σύνθεση μεταξύ της βιωμένης εμπειρίας και της φαντασιακής επινόησης, μεταξύ του μυθοποιημένου παρελθόντος και του ανοιχτού στα νεύματα της δυνατότητας μέλλοντος, μεταξύ της αδιαπραγμάτευτης ατομικής ελευθερίας και των βαθύτερων πόθων του ανθρώπου από την μία, και της κοινωνίας μέσα στην οποία έχει αναγκαστεί να ζήσει από την άλλη, μιας κοινωνίας θεμελιωμένης πάνω στην χειραγώγηση του ανθρώπου και τον περιορισμό των δικαιωμάτων του.



Ο άνθρωπος, ως δυνάμει ποιητής ο ίδιος, βρίσκεται σε προνομιακή θέση όχι μόνο να συλλάβει αλλά και να κατακτήσει το “υπερπραγματικό” προσεγγίζοντας την κατάσταση του “ζην ποιητικώς” και να δημιουργήσει απτή ποίηση, που να μην περιορίζεται στην συγγραφή ποιητικών κειμένων, αλλά που, εκκινώντας από την ακατάβλητη δημιουργική δύναμη της εξεγερμένης υποκειμενικότητας και την ασίγαστη λαχτάρα της ατομικής θέλησης για αδέσμευτη ζωή, μπορεί να επεκταθεί στον χώρο ενός ευρύτερου συνόλου δραστηριοτήτων, αποτελούμενου από τις ασυνείδητες παρορμήσεις, τις λανθάνουσες επιθυμίες, την αναδίφηση του κόσμου των ονείρων, την ανάδειξη του ρόλου των ενστίκτων, την ανάσυρση των φαντασιώσεων, την χρήση του μαύρου χιούμορ, την έρευνα των ερωτικών παθών, την διεύρυνση των σαρκικών απολαύσεων και την αναγκαιότητα έμπρακτης δράσης για την μεταμόρφωση της καθημερινής ζωής.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, ο υπερρεαλισμός δεν νοείται απαραιτήτως ως πιστή προσήλωση στο γράμμα οποιωνδήποτε ιστορικών θέσεων ή διακηρύξεων του παρελθόντος, ούτε εκλαμβάνεται ως δογματική εφαρμογή κάποιων “κανόνων” ή υιοθέτηση “συμπεριφορών” κάποιων προσωπικοτήτων του, ούτε ως απλή αναπαραγωγή των μεθόδων ή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που εκείνος ή οι κατά καιρούς εκπρόσωποί του εκδήλωσαν. Αποτελεί όμως μια όσο το δυνατόν πιο ανεξέλεγκτη από την ορθολογιστική τροχοπέδη νοοτροπία ρήξης με την περιρρέουσα κοινωνική συμβατικότητα και τον κυρίαρχο πνευματικό συντηρητισμό, και ταυτόχρονης αποκάλυψης, με κάθε διαθέσιμο μέσο, αφανών πτυχών του εσωτερικού μας κόσμου που όσο πιο αλογόκριτα έρχονται στο φως, τόσο περισσότερο μας ολοκληρώνουν ως ανθρώπινα όντα οδηγώντας μας στην ευρύτερη δυνατή πνευματική και κατ’ επέκταση κοινωνική απελευθέρωση.

Η ποίηση, ως κινητήρια δύναμη των επιδιώξεών μας, αποτελεί μια διαδικασία πνευματικής ανάδρασης που πηγάζει από βαθιές ατομικές μας ανάγκες και καθρεφτίζει κάθε πτυχή του συναισθηματικού μας κόσμου, παραβιάζοντας τα όρια της επικοινωνιακής λειτουργίας της γλώσσας, μεταβάλλοντας την σημασιολογία των λέξεων και υπερβαίνοντας τα συλλογικά στερεότυπα και τα κοινωνικά ιδεολογήματα κάθε εποχής. Οι υπερρεαλιστές δημιουργοί, ασκημένοι στην πνευματική εγρήγορση και την διευρυμένη αισθητηριακή δεκτικότητα, αντικαθιστούν τα αισθητικά κριτήρια πρόσληψης και αξιολόγησης των δημιουργιών τους με έναν υψηλό βαθμό αυτεπίγνωσης, που επιτρέπει την όσο το δυνατόν πιο ελεύθερη και αλογόκριτη ροή προς τα έξω των εκάστοτε ποιητικών εκφράσεών τους και την άμεση καταγραφή τους χωρίς δεσμεύσεις, απαγορεύσεις και αποκλεισμούς. Η αναδίφηση στο μυστηριώδες, στο φαινομενικά παράδοξο, στο διφορούμενο και στο αινιγματικό, μακριά από κάθε ηθική προκατάληψη και μεταφυσικό προκάλυμμα, και η αναζήτηση αναλογιών και αντιστοιχιών των εσωτερικών γεγονότων του πνεύματος με τα εξωτερικά φαινόμενα της ζωής, συμβάλλει στην εξαντλητική διερεύνηση όλων των πτυχών της συνείδησής μας, στην κατάργηση των φραγμών της και στην καταπολέμηση των εμποδίων που προβάλλει η δύναμη της συνήθειας.

Αντιμέτωποι με την επικρατούσα άποψη για τον ρόλο κάθε μορφής τέχνης, ως υπερρεαλιστές αποφεύγουμε κάθε μονοδιάστατη ερμηνεία του κόσμου, δεν διαπραγματευόμαστε τα φαινόμενά του μέσω του ορθολογισμού, αντιτιθέμεθα ριζικά στις έννοιες του ταλέντου ως “χαρίσματος” και της έμπνευσης ως “θεϊκού δώρου”, δεν επιζητούμε την πρωτοτυπία και την προβολή, αποφεύγουμε τα στερεότυπα και τις κοινοτοπίες, χωρίς να αυταπατατώμαστε ότι καινοτομούμε ή ότι μαχόμαστε στις τάξεις κάποιας άνευ περιεχομένου πλέον πρωτοπορίας, καταστέλλουμε την αυταρέσκεια και τον εγωκεντρισμό, δεν επιδιώκουμε μία διακοσμητικού χαρακτήρα καλλιέργεια εκκεντρικότητας, δεν στοχεύουμε στον εντυπωσιασμό, δεν προσφεύγουμε στην εκζήτηση, δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να ενδώσει στον μανιερισμό, δεν αντιμετωπίζουμε με επιείκεια τον εαυτό μας, δεν αποσκοπούμε στην δημιουργία έργων τέχνης, δεν μας ενδιαφέρει η λογοτεχνική ενασχόληση, δεν στρεφόμαστε στην αναπαραγωγή πολιτισμικών παλίμψηστων, ενώ μας αφήνουν αδιάφορους η ιδεολογικοποιημένη εντοπιότητα και οι εθνικές εξιδανικεύσεις των πολιτιστικών επιστρωματώσεων αυτής ή κάποιας άλλης χώρας. Κατά συνέπεια αντιστρατευόμαστε με τον τρόπο αυτό ριζικά την κυρίαρχη σήμερα από το κατεστημένο έννοια του μεταμοντερνισμού, όπου εν πλήρει απουσία κάθε έννοιας ανατροπής, τα πάντα αναμειγνύονται μεταξύ τους αφηρημένα, δίχως αξιολόγηση και δίχως την παραμικρή υποψία κίνησης προς την κατεύθυνση της ανθρώπινης απελευθέρωσης.



Δεκτικοί σε μια διαθεσιμότητα βασισμένη στην αλογόκριτη έκφραση των επιθυμιών, και χρησιμοποιώντας την εικαστική και την γραπτή έκφραση απλώς ως τα πιο πρόσφορα μέσα διάδοσης των υπερρεαλιστικών μηνυμάτων, αντιλαμβανόμαστε ως επιτακτική την ανάγκη να οργανωθούμε σε συλλογικό επίπεδο, εκδηλώνοντας την παρουσία μας ως μια αυτόνομη υπερρεαλιστική πρωτοβουλία, για να καταστήσουμε σαφή των εναντιωματική μας στάση έναντι του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, επιδιώκοντας να επαναδιαπραγματευθούμε σε νέα βάση την θέση μας σε έναν κόσμο που αδιαφορεί για τις βαθύτερες ανάγκες μας, ματαιώνει τους μύχιους πόθους μας και καταστέλλει κάθε απόπειρα ελεύθερης έκφρασής τους.

Στο σημερινό καθεστώς πνευματικής χαύνωσης, κοινωνικής σήψης και πολιτιστικής αποσύνθεσης, θεωρούμε ότι η εμπειρία της κοινής δράσης και της συμμετοχής στην υπερρεαλιστική περιπέτεια θα εκπληρώσει τουλάχιστον τις βασικές επιδιώξεις μας, δημιουργώντας τους απαραίτητους όρους για μια γόνιμη ομαδική ώσμωση, που θα μας επιτρέψει να αντιτάξουμε την αυτοδύναμη ικανοποίηση των βαθύτερων επιθυμιών στην προοπτική του κέρδους και της εξουσίας, υιοθετώντας μια ακολουθία αισθητηριακών πρακτικών ικανών να απελευθερώσουν τα πάθη, να τροφοδοτήσουν την θέλησή μας για αληθινή ζωή και να συλλάβουν τον μυστικό παλμό των πραγμάτων προδίδοντας το ακατονόμαστο και επιχειρώντας μια ριζική αντιστροφή προοπτικής, για να αποφύγουμε την αλλοτρίωση και την μείωση των αντιστάσεών μας.

Χωρίς να αναιρεί την αξία της ατομικής επιβεβαίωσης και τα επιτεύγματα της μοναχικής δημιουργίας, γνωρίζουμε ότι μια συλλογική απόπειρα άσκησης υπερρεαλιστικής δραστηριότητας, που δρα ομοθυμαδόν υπό την επήρεια της πεποίθησης στην ορθότητα των σκοπών της, μπορεί να επιτύχει εκεί που κάθε άτομο ξεχωριστά είναι μάλλον καταδικασμένο να αφομοιώνεται, να αγνοείται και να αποτυγχάνει. Αυτό που πρωτίστως μας ωθεί στην ανάγκη κοινής δράσης είναι η επιθυμία μας να καταστούμε μέτοχοι της υπερρεαλιστικής εμπειρίας, διακυβεύοντας πολύ περισσότερα από αυτά που μας υπόσχεται μια εφησυχασμένη ζωή γεμάτη συμβιβασμούς και μεταμφιεσμένες ανασφάλειες. Δημιουργώντας ένα γόνιμο διαπροσωπικό περιβάλλον πλούσιο σε προκλήσεις και ερεθίσματα, αλλά και εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τα πλεονεκτήματα μιας εν εγρηγόρσει συλλογικής νοημοσύνης, μπορούμε να φθάσουμε σε ένα νοητικό επίπεδο ευρύτερου φάσματος, που να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τον πιο σύνθετο δυνατό τρόπο.



Η απόφαση έμπρακτης εφαρμογής συλλογικών μεθόδων για την προσέγγιση του υπερρεαλιστικού ιδεώδους εκ μέρους μας αποτελεί μια ενσυνείδητη απόπειρα πλήρους αποδέσμευσής μας από τα γρανάζια της κυρίαρχης κουλτούρας και των θεσμοποιημένων κατευθύνσεων έκφρασής της, που επιβάλλονται ως έγκυρες είτε από προσήλωση στην παράδοση και υποταγή σε κάποιου είδους πνευματικό εφησυχασμό, είτε από την εκάστοτε τάση της μόδας, προβάλλοντας ασύστολα τις ασημαντότητες ως αριστουργήματα και μετατρέποντας τα κοινότοπα, εύπεπτα μορφικά και ανώδυνα ιδεολογικά πολιτιστικά προϊόντα σε σημαντικά “έργα τέχνης”. Ως εκ τούτου, μέσα στα πλαίσια του υπάρχοντος κοινωνικοπνευματικού περιβάλλοντος πλήρους αδράνειας και στασιμότητας, αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας περισσότερο ως πολιτιστικούς ταραξίες [συνείδησης] παρά ως καλλιτέχνες, διατηρώντας το αναφαίρετο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοδιάθεσής μας, διαχωρίζοντας ταυτοχρόνως την θέση μας και από κάθε “νεωτερική” κίνηση εκσυγχρονιστικού τύπου κάποιας “πεφωτισμένης” πρωτοπορίας που επικαλείται την αυθεντία της προκειμένου να πείσει για τον ανύπαρκτο ριζοσπαστισμό της τους ανυποψίαστους και τους αδαείς, όντας διάτρητη η ίδια από ολοφάνερες τάσεις ελιτισμού, επιτήδευσης και υπεροπτικού διανοουμενισμού.

Σε όσους, με φανερή ζηλοφθονία και απροκάλυπτη εχθρότητα, διαφωνούν με την εν γένει στάση μας και επιχειρούν να υποβαθμίσουν την σημασία του εγχειρήματός μας, απαιτώντας από μας πιστοποιητικά εγκυρότητας και βεβαιώσεις νομιμοποίησης, τονίζουμε ευθαρσώς ότι η γνώμη τους μας αφήνει παντελώς αδιάφορους, εφ’ όσον ο λόγος τους δεν έχει πλέον το παραμικρό επαναστατικό αντίκρισμα, έχοντας απωλέσει προ πολλού κάθε εγκυρότητα που μπορεί κάποτε να διέθετε. Η σημασία και η εμβέλεια του τολμήματός μας άλλωστε μπορεί να κριθεί κυρίως από την εμπεριστατωμένη ενάργεια των προθέσεών μας και να αξιολογηθεί πρωτίστως από την επάρκεια των επιχειρημάτων μας.

Υποκινητές μιας επιθετικής ενεργητικότητας, προσήλυτοι μιας μυστηριώδους αλχημείας του λόγου και της εικόνας, και κάτοχοι μιας ανησυχητικής ικανότητας διασποράς μαγείας, αξιοποιούμε στο έπακρο την διαύγεια του αισθησιακού παραληρήματος και εμπνεόμαστε από την αισθαντική νοημοσύνη των παιδιών, την απερίσκεπτη τρέλα που εκδηλώνουν τα υποκείμενα των ερωτικών παθών και τον πρωτογονισμό της σεξουαλικότητας που αποκαλύπτεται μέσα από τα λογοπαίγνια, την μεταφορική χρήση των λέξεων, τις παράτολμες γλωσσικές επινοήσεις και την υπονομευτική δύναμη των εικόνων, που σπέρνουν σύγχυση στην γεωμετρία της εξουσίας χωρίς να σταματούν να μεταδίδουν ταυτόχρονα τα αντιφατικά μηνύματα της ζωής και του θανάτου.





Μάιος 2005





Γιάννης Αλεξανδρόπουλος, Γιώργος Γιαννόπουλος, Δημήτρης Δημητριάδης,

Διαμαντής Καράβολας, Λένα Κωνσταντέλλου, Τάσος Λίζος, Σωτήρης Λιόντος,

Ηλίας Μέλιος, Νίκος Σταμπάκης, Μάκης Χρυσοστομίδης

DECLARATION OF THE ATHENS SURREALIST GROUP

What is surrealism? The question recurs, more than eighty years after its original formulation, to render explicit what should be by now self-evident, manifest, and, to a large extent, common to all humankind, in its long process toward mental liberation and social emancipation.

To start with, it is essential to note that surrealism is not a mere literary and artistic current of the avant-garde, complete with dates of birth and death, as is claimed in encyclopedias, dictionaries and histories of art and literature. Rather, it involves the bringing into consciousness, and tendency toward the total expression, of a project, whose early sparks illumined the nocturnal sky of the modern world, forming the monogram of a promise that, even if destined to remain unfulfilled (but who is to say this before we speak our final word?), the desire to approach its source, to harmonize with its perspective, is no less keenly felt.

As a human need, surrealism is neither confined within narrow spatial, social and historical limits, nor timeless. If its roots go a long way back, if it systematizes a network of signs that did seem to develop autonomously and blindly, unconscious of their profound contiguity, and if its manifestations continue to touch fleetingly those prevented from recognizing and naming it, the decision of its founding was no less factual; nor was it free of influences by those vibrations which traversed the intellectual and social horizon of the time. And if it emerged from a climate involving a series of “schools” or avant-garde currents, it harbored no illusions regarding its convergence with them. The historical context of its early expression furnished the conditions under which a potentiality becomes conscious, whose validation could only ensue by means of its transmission into the whole of human existence.

Surrealism thus lies within history, albeit not in the sense of a moment within the overall development of those modes that determine the perception and function of art. Which is to say that the movement’s “end” would not by any means guarantee the survival of its presumed “legacy” in the supposedly broader context of an indefinitely continuous avant-garde, given that this latter, being unthinkable as a concept but for the conditions that produced it and the limits entailed thereby, is also unable to guarantee its necessity in a world that changes without stifling the desire that still kindles the surrealist project. Besides, such an “end” cannot be regarded (as was once suggested) as the inevitable completion of a circle in the overall course of an “eternal” surrealism, for the sole possible destiny of a gesture that once collected the existent vibrations into an unprecedented bunch of energies is to scatter them once and for all upon its suspension, wholly indifferent to eternity. There are but two choices: either surrealism remains as ready as it has always been to recognize its end only in a more radical movement, one whose range surpasses its own; or the choice is formed to reject surrealism’s very perspectives as “historically irrelevant.” Yet the total resignation, the immobility of ideas and sensations that would ensue from such a conviction, would be an inconceivable choice for anyone who has experienced the unceasing transformation of desire along a thread tracing the outlines of the most intricate shapes, yet still answering to the same name.



Contrary to what we might believe, should we trust a convenient (to some) commonplace, surrealism is not an attempt to evade reality or escape from the everyday; it does not reduce everything to absurdity, nor does it tend toward the dissolution or fragmentation of all cognitive objects; it is not inclined to render its heterogeneous attributes into a static condition of apparent uniformity. It is, on the other hand, a consistent theory concerned with a fuller view and interpretation of the world. It represents a particular manner of conceiving, comprehending and negotiating life’s manifestations, with emphasis on a multitude of underrated or defamed aspects of the human intellect, in an effort toward the re-composition of the scattered and alienated human consciousness.

Surrealism is at once an integral way of contemplating and perceiving in its entire spectrum the nature of what is called life, and a specific stance toward the phenomena that comprise the world; its foremost aspirations being the radical change of the viewpoint by which humans regard life and reality, as well as the highlighting of their multidimensional substance. By demonstrating an absolute trust in improvised momentary inspirations, in the irresistible impulse of introspection as of the revocation (by the unconscious) of suppressed thoughts, desires and emotions, in verbal automatism, linguistic transport, mental spontaneity and abandonment to the unexpected discoveries of chance, surrealism incites humans to liberate their intellect from moral prejudices and social obligations, in order to widen the horizons of their perceptivity, thereby transforming entirely their living conditions within their direct social surroundings.

Surrealism aims at a total synthesis of the components and antinomies of reality, on an equal basis and in a continuous dialectical interaction, through the unceasing alternation of sovereign and passive roles in all the forms of their manifestations, as well as through the exposure of obscure and neglected sectors of the human imaginary and of their pure, undisguised projection upon the surface of consciousness. As a process, it is a perpetual pursuit of passages toward fresh mental analogies and unprecedented perspectives, toward a systematization of the human psyche that would include its so-called irrational components, without for all that giving rise to the establishment of a specific “irrational” schema at the epicenter of all actions and outlooks. Besides, the designation of these components in tandem with a certain so-called “stabilizing” mechanism that would impose their annihilation or shadowy survival implies an as-yet unresolved antithesis, that surrealism turns into potentiality, without ever reducing it to neutral coexistence.

Surrealism urges us to take full advantage of our capacity for overcoming our inherent contradictions, recognizing the magnetic affinity of its distinct elements. It denounces our survival within an appearance of life, as incomplete humans, powerless to face the world, deprived of our potential for inventing new myths and unsuspecting of the pleasures we do not dare experience, reluctant to release them from the innermost recesses of our consciousness, for fear of letting them lead us to places unknown. And yet the key which opens wide the doors of the surrealist fields lies within each one of us, and its handling does not require a user’s manual.



Surrealism is not a literary or artistic style that endeavors to be original or impressive, by virtue of stemming from the bizarre and the unreal. If it is placed, suspiciously, on the plane of aesthetic expression, this happens because it locates and reveals, at the very moment of its birth, that imaginary potential which, outside surrealism, is cut off from its relation to the psychic and social becoming and conducted into an alienated and autonomous sector. Yet surrealism is the placement, upon a total system of values, of the innate human need for the freest possible expression, outside of social, moral and ideological principles, beyond the suffocating contexts fixed by the dominant ideology of each given era, in order to impose, for purely authoritarian reasons, the concept of specific “models” for both thought and speech, with clearly delineated limits allowed to their expression.

Surrealism invests upon the liberating power of language; it estimates that, from a particular use of the latter, there may occur a generalized proposal for self-knowledge by means of the direct and unmasked recording of impressions, excitements, impulses and desires of all kinds, origins and forms, by whichever way these may emanate or be drawn into existence; to this end surrealism utilizes, without exception, all the mental data and abilities possessed by each person, and which, once traced and recorded, furnish direct proofs of the existence of self-sufficient realities, wherefrom they have occurred, or whose expressions they constitute, with no intervention from the rational process of explication, interpretation, evaluation or justification of their presence. By this course of self-knowledge, we are capable of reaching a fresh understanding of the concept and content of human freedom, assigning to it the most radical meaning possible, and considering it, not as some ideal projected onto a distant future, but as a perpetual risk, a matter of the utmost importance, directly felt amidst the signs of everyday experience, always prepared to be claimed and capable of leading us to a redefinition of human destiny.

Myth—a fundamental constant in surrealism—appears here stripped of metaphysical parameters, without for all that the conditions of the said parameters’ formulation being ignored. Surrealism is fully conscious of the fact that the desire traversing it has the explosive quality of the permanent invocation of those antitheses that are inherent in the human condition as it is experienced. If the human being’s alienation from the world is reflected on the components of its inner cosmography, surrealism activates revolutionary nostalgia, the perpetual search for the lost keys that would restore balance, without resorting to the alibi of expecting an otherworldly abolition of differences. The surrealist myth is an open one, precisely because it develops, by means of infinite orientations in the “forest of indices,” a course led by the drunkenness of potentiality, by derision toward the straight route, and whose outcome, being uncertain, prolongs the desire of its continuation. And if the shadow of negativity lurks upon each turn, if the course is scattered with a laughter whose outline is traced in blood, these are our guarantees that the road we have selected is far from being the safest.



When, as individual entities, we reach the point of accepting and correlating immediately and effortlessly the surrealist manifestations of the perceived phenomena, introducing them in a natural manner into our everyday lives; when we manage to recognize the value, both of the unconscious functioning of our individual existence, and of the discoveries of objective chance, those which kindle desire and conduct it into every single sector of our activity; then surrealism, as a way of thought and action, may become an indispensable human experience and carve itself into life, as one indivisible, absolute and multidimensional reality.

The study and analysis of dream phenomena, along with the visionary flashes of the impious imagination, which broaden the perspectives and multiply the probabilities regarding the practical application of our most profound desires—but also the inter-subjective communication of lovers, maintained at a state of pure spontaneity while, in each manifestation of its evolutionary process, continuing to pursue the marvelous—abolish the boundaries between distinct beings, as well as between the conceivable and the livable world, dream and wakefulness, thereby comprising all forms of human thought and behavior within a unique concept of the world upon its very becoming, whose every element may at any given moment be transformed into its opposite, die and be reborn.

Surrealism thus identifies itself with the ideal function of poetry, which is none other than the human mind’s ability, when in the state of the maximum possible freedom, to compose a series of particular or complementary realities, thereby creating, within a single and indissoluble whole, a total surreality. The condition of surreality is a feasible possibility of the human substance, one which may be attained when the mind, liberated from all external constraints, moral obstacles and acquired prejudices, proceeds to accomplish a synthesis between lived experience and imaginary invention, between a mythicized past and a future open to the nods of possibility; between, on the one hand, the non-negotiable individual freedom and the deepest human desires, and, on the other hand, the society in which one has been obliged to live—a society founded upon the manipulation of humans and the restriction of their rights.



Being potential poets, humans are endowed with the privilege, not only to conceive, but also to conquer the “surreal,” thereby touching upon a poetic mode of living and creating palpable poetry; one not limited to the writing of poetic texts, but which, stemming as it does from the indomitable creative force of the revolted subjectivity, from the individual will’s unquenchable desire for a life free of bounds, may expand over the space of a broader spectrum of activities, comprising unconscious impulses, latent wishes, the investigation of the dream world, the highlighting of the role played by instincts, the recollection of flights of fancy, the employment of black humor, the study of erotic passions, the extension of carnal pleasures and the necessity of practical action toward the transformation of everyday life.

Under the present conditions, surrealism may not necessarily be understood as a faithful attachment to the letter of whichever historic theses or declarations of the past; nor is it perceived as the dogmatic employment of certain “rules” or as the adoption of “behaviors” favored by some of its representatives, any more than it is a mere reproduction of the methods or defining characteristics manifested by its representatives at any given time. It is, rather, an outlook (as uncontrolled by the rationalist brake as possible) of rupture with the surrounding social conventions and the prevalent mental conservatism, and of a simultaneous revelation, by every means available, of our inner world’s obscure aspects, whose degree of uncensored disclosure is proportionate to our completion as human beings, as they lead us to the widest attainable mental and thereby social liberation.

Poetry, as a motive power of our aspirations, constitutes a process of mental feedback, which stems from our inmost individual needs and mirrors each aspect of our emotional world, thereby violating the limits of the communicative function of language, transforming the semantics of words and overcoming the collective stereotypes and social ideologemes of each given era. Surrealist creators, exercised in mental wakefulness and extended sensory receptivity, replace the aesthetic criteria of reception and evaluation of their products with a high degree of self-knowledge, which permits at once the outward flow, as liberated and uncensored as possible, of their poetic expressions at any given time, and their immediate recording, free of restrictions, prohibitions and exclusions. The investigation of all that is mysterious, apparently paradoxical, ambiguous and enigmatic, defying moral prejudices and metaphysical pretexts; the search for analogies and correspondences between the inner facts of the mind and the outer phenomena of life; these contribute to the exhaustive exploration of all the aspects of our consciousness, to the abolition of its boundaries and to the struggle against the obstacles erected by the force of habit.

When facing the prevalent view with respect to the role of art, whichever form this may assume, we as surrealists avoid all one-dimensional interpretations of the world; we do not negotiate its phenomena by means of rationalism; we are radically opposed to the concepts of talent as “gift” and of inspiration as “god-sent”; we are not after originality and publicity; we avoid stereotypes and commonplaces, without for all that entertaining delusions of innovation or pretending to fight amongst the ranks of an avant-garde now devoid of content; we discourage self-complacency and egocentrism; we do not wish to cultivate a certain eccentricity of an ornamental type; we do not favor sensationalism; we do not resort to affectation; we do not allow ourselves to succumb to mannerism; we are not lenient to ourselves; we do not wish to produce works of art; we are not interested in literary activity; we do not indulge in the reproduction of cultural palimpsests; while we feel nothing but contempt for ideologized locality and the ethnocentric idealizations of the cultural layers pertinent to this or any other country. We are thus radically opposed to the concept (favored by today’s establishment) of postmodernism, whereby, in the total absence of subversive concepts, everything is mingled with everything else, in an abstract fashion, resisting all assessment and shying away from the merest shadow of a movement along the direction of human liberation.



Susceptible to an availability based on the unhindered articulation of desires, employing plastic or written expression merely as the most suitable media for transmitting the surrealist messages, we consider our involvement in collective organization, and the consequent manifestation of our presence as an autonomous surrealist initiative, to be imperatively essential in clarifying our oppositional stance vis-à-vis the existing social and cultural environment, while seeking to renegotiate on a new basis our situation in a world that ignores our deepest needs, thwarts our inmost desires and suppresses every attempt toward their free expression.

In the present status quo of mental enervation, social decay and cultural stagnation, we estimate that the experience of common action and participation in the surrealist adventure will at the very least fulfill our elementary aspirations, thereby creating the essential preconditions for a fertile collective osmosis; one that will permit us to oppose the self-powered satisfaction of our most profound wishes to the notions of profit and authority, adopting a series of sensory practices capable of liberating passions, feeding our will for actual life and capturing the secret pulse of things, revealing the unnamable and attempting a radical reversal of perspectives, in order to evade alienation and the lowering of our resistances.

Without denying the value of individual affirmation and the products of solitary creation, we are well aware that a collective enterprise in the exercise of surrealist activity, whose unanimous operation is inspired by confidence in the justness of its aims, may achieve what a single individual, being prey to assimilation, ignorance and failure, is more or less condemned to abandon. Our foremost motive regarding the necessity of common action is our desire to participate in the surrealist experience, risking much more than what is promised by a sheltered life founded on compromises and disguised insecurities. By both creating a fertile interpersonal environment, rich in challenges and incitements, and taking full advantage of the merits entailed by a vigilant collective intelligence, we may reach a wider-encompassing mental level allowing us to perceive the world via the most complete possible synthesis of its components.



Our decision to employ in practice a number of collective methods to the end of approaching the surrealist ideal constitutes a conscious attempt to liberate ourselves entirely from the mechanisms of the cultural establishment and of the institutionalized directions followed by the latter’s manifestations, imposed and validated either by attachment to tradition and submission to some sort of mental appeasement, or by the whims of fashion, via the shameless promotion of trivialities under the guise of masterworks and the conversion of commonplace, formally facile and ideologically anodyne cultural products into significant aesthetic artifacts. Thus, in the current social-mental context, bound by inertia and stagnancy, we perceive ourselves as cultural/conscientious agitators rather than artists, maintaining our indefeasible rights of self-definition and self-determination; at the same time we declare our incompatibility with any “innovative” or so-called modernizing tendency of some “enlightened” avant-garde appealing to its own authority in order to persuade of its nonexistent radicalism those unsuspecting and ignorant, whilst being riddled with evident tendencies of elitism, pretentiousness and haughty intellectualism.

To those who, evidently envious and openly hostile, dismiss our overall attitude and endeavor to depreciate the significance of our undertaking, demanding from us certificates of authenticity and confirmations of legitimacy, we state boldly that their opinion leaves us completely indifferent, to the extent that their discourse is by now devoid of all revolutionary significance, having lost a long time ago any validity it may once have had. Besides, the importance and range of our enterprise may be assessed mostly on the basis of the clarity and precision of our intentions, and validated according to the adequacy of our arguments.

Instigators of aggressive energy, converts to a mysterious alchemy of the word and the image, possessors of a disturbing ability to propagate magic, we develop fully the limpidity of sensual delirium and derive our inspiration from the sensitive intelligence of children, from the imprudent madness manifested by the subjects of erotic passions and from the primitiveness of sexuality revealed in puns, in the metaphorical uses of words, in the audacious linguistic inventions and the undermining employment of images, which sow confusion over the geometry of power, without ever ceasing to transmit simultaneously the contradictory messages of life and of death.



May 2005



Yannis Alexandropoulos, Makis Chrysostomidis, Dimitris Dimitriadis,

Diamantis Karavolas, Lena Konstantelou, Tasos Lizos, Sotiris Liontos,

Elias Melios, Nikos Stabakis, Yorgos Yannopoulos