Δευτέρα, Οκτωβρίου 09, 2006

να επιστραφεί η εικόνα … στις μεταλλάξεις της

Κοιτάζω μέσα απ’ το κλειστό, έτοιμο ν’ ανοίξει, παράθυρο την θάλασσα, κοιτάζω σε μιαν οθόνη ένα ημίγυμνο ανθρώπινο σώμα να κρατά ένα εξιδανικευμένο εμπόρευμα, κοιτάζω ψηλά στον ουρανό δυο σύννεφα να σχηματίζουν την μορφή του μυθικού Ερμαφρόδιτου, κοιτάζω στην αίθουσα μιας γκαλερί έναν πίνακα όπου το πρόσωπο το οποίο αναπαρίσταται, μέσα από έναν καθρέφτη, με κοιτάζει. Ό,τι βλέπω είναι αντικείμενο για την επιθυμία μου, αλλά ποτέ αυτό το αντικείμενο, στην πραγματικότητα - ή καλύτερα στο βάθος, πέρα από ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως δεδομένη πραγματικότητα - δεν είναι κάτι που κατέχω.
Η εικόνα ως προβολή και παράταση της επιθυμίας δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο από αέναη διακύβευση. Σε μια κουλτούρα μάλιστα που ευνοεί τον εγκλεισμό εικόνας και επιθυμίας εντός αναγνωρίσιμων ορίων, την πυρετώδη επιστράτευσή τους στην κατεύθυνση της χρησιμότητας, με άλλα λόγια την αναγωγή τους σε μετρήσιμες όσο και καταναλώσιμες ποσότητες, η διακύβευση αυτή εύκολα στρεβλώνεται, μοιάζοντας με παιγνίδι χαμένο εξ αρχής: εντύπωση εύλογη όσο και απατηλή. Γιατί, αν η διάχυση του πόθου (όταν μπορούμε σπασμωδικά να την αναγνωρίσουμε στο ρίγος μιας φευγαλέας εμφάνισης, κάτω από το άστρο της αιφνίδιας δυνατότητας) αποτελεί την πιο κατηγορηματική άρνηση ενός τέτοιου περιορισμού, η εμμένουσα πηγή των εικόνων δεν παύει ωστόσο να παρέχει, αναπόφευκτα, την μόνη δυνατή αφετηρία τόσο για την έκφραση όσο και για την εκτροπή των πιο βαθιών δονήσεων της ανθρώπινης υποκειμενικότητας.
Έχουμε συνηθίσει να αντικρίζουμε εικόνες με ένα νόημα που μολονότι αδυνατούμε να συλλάβουμε στην πληρότητά του, ξέρουμε ωστόσο ότι υπάρχει, ότι έχει ήδη καθοριστεί, ότι είναι εκεί έξω και πρέπει να το πιάσουμε ή κάποιος ειδικός να μας το καταστήσει προσβάσιμο: εικόνες έργων τέχνης, εικόνες διαφημίσεων, εικόνες όπου κωδικοποιούνται πληροφορίες, γνώσεις, συναισθήματα, χειρονομίες, εικόνες που έχουν ήδη νεκρωθεί και γι’ αυτό μπορούν και μας προσφέρονται ως ανταλλάξιμα αγαθά, ως νοήματα που χρειάζεται να ξεκλειδώσουμε, ως συσκευασίες που μένει να ξετυλίξουμε. Η κένωση της εικόνας από το επιθυμητικό της φορτίο, η αμετάκλητη ονοματοδοσία, η αναγωγή του φευγαλέου σημαίνοντος σε φαντασμαγορικό κλισέ, και του θαυμαστού αποτυπώματος της φαντασίας σε περίκλειστο σημαίνον, μας καθηλώνουν σε μια μορφή παγιωμένη που απαγορεύει επί ποινή θανάτου τις ρωγμές οι οποίες ενίοτε απειλούν να θέσουν και πάλι έναν ανοιχτό και απρόοπτο ορίζοντα μπροστά στο βλέμμα μας. Όλη αυτή η αποστέγνωση της αναπαράστασης από κάθε ανεξέλεγκτη ροή, ανάμεσα στο υποκείμενο που βλέπει και στο αντικείμενο που προσφέρεται να ιδωθεί, αναστέλλει την επιθυμία, ενεργοποιώντας, στο επίπεδο της ίδιας της συγκινησιακής διέγερσης, τους κοινωνικούς μηχανισμούς απώθησης και καταστολής. Ερμηνείες και ταξινομήσεις, επικλήσεις μιας ιερότητας ή αναλωσιμότητας που αποικιοποιούν την εικόνα, ρυθμίζοντας και χειραγωγώντας εναλλάξ τη σχέση του υποκειμένου με το ορατό και αναπτυσσόμενο συμπλήρωμά του, οριοθετούν τους χώρους της τέχνης και της διαφήμισης ως χώρους ξένους προς την υποκειμενικότητα, που δεσμεύουν την ενέργειά της και την στρέφουν εναντίον της υπό την μορφή υπερβατικών δυνάμεων ικανών να τιθασεύουν το βλέμμα – απόμακρες θεότητες του «υψηλού», χθόνιες θεότητες του χρήματος. Η δέσμευση της συναισθηματικής ενέργειας είναι εξ ίσου εμφανής στην αγορά ενός προϊόντος βάσει της αυθαίρετης εικόνας που συνδέεται ασφυκτικά με αυτό και στην ενατένιση ενός εικαστικού έργου που υπογραμμίζει με ανωτερότητα ή ενίοτε σχολιάζει με αυτοαναφορική ειρωνεία την αισθητική του αύρα.
Ακόμη και η μερική κατάργηση των ορίων, που σηματοδοτούνται εμβληματικά από το κάδρο του πίνακα, καταλήγει έτσι αναπόφευκτα σε μια επαναεπιβεβαίωσή τους δια της εις άτοπον απαγωγής. Οσοδήποτε προκλητική κι αν είναι μια καλλιτεχνική πρωτοπορία, οσοδήποτε κι αν επιχειρεί να ρευστοποιήσει τα όρια της εικόνας, στον βαθμό που δεν αμφισβητεί ριζικά τους όρους της παραγωγής έργων τέχνης, δεν αποτελεί παρά μιαν εξαίρεση που μας οδηγεί και πάλι στον κανόνα. Αν ο δέκτης του έργου αδυνατεί να παρατείνει την σχέση του με αυτό σε πεδία που διαφεύγουν από οποιαδήποτε προβλεπόμενη πολιτισμική λειτουργία, εννοείται ότι ο θεσμισμένος σχολιασμός της ανεπάρκειας αυτής, που μπορεί να εγγράφεται στο ίδιο το έργο εν είδει πρωτοποριακής χειρονομίας, αποσπά την προσοχή από το γεγονός ότι η επιθυμία προηγείται του αισθητικού θεσμού που την δαμάζει και την εγκλωβίζει. Σε προφανή αντιδιαστολή με την μετάθεση της διακύβευσης στις επιμέρους συμβάσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η εικόνα θα πρέπει να κριθεί ως μερικό άνοιγμα προς την υπόσχεση που εμμένει εντός της, ως άρνηση της τυπικής της σύστασης και άρα εγγύηση για την συνέχιση της επιθυμητικής ροής.
Η εικόνα ως παράθυρο που μας καλεί να το σπάσουμε, παραβιάζοντας το προστατευτικό υλικό που αναβάλλει την εκπληρωμένη επιθυμία, υποκύπτει μόνο εν μέρει στις επιθετικές μας διαθέσεις, αφού μετατρέπεται ακαριαία σε περιστρεφόμενη πόρτα, μέσα στην οποία γυρίζουμε οι ίδιοι αδιάκοπα, αντιλαμβανόμενοι ψήγματα αυθεντικών και ποικίλων βιωμάτων, αλλά και μελλοντικών προοπτικών, όπου οι μεμονωμένες αισθήσεις συνδέονται και συγχέονται, όπου η αναλογική σκέψη διεκδικεί εκ νέου τα δικαιώματά της και διανοίγει μιαν ατέρμονη πορεία.
Ποτέ ο υπερρεαλισμός δεν είδε τον εαυτό του ως εικαστική σχολή, αφού, αν και η φυσιολογική τάση της ακαδημαϊκής κριτικής ήταν να αναγάγει σε μιαν αισθητική πρόταση το βασικό του εγχείρημα στον χώρο της εμπειρίας (δηλαδή την μετάδοση, συσχέτιση και ανάπτυξη συγκινησιακών δονήσεων), η θεώρηση αυτή παρέβλεπε βέβαια το γεγονός ότι εδώ η εικονοποιία, ως τεκμήριο, αποτελούσε μέσο για μια περιπέτεια και ότι ουδέποτε καταδέχτηκε να ευθυγραμμιστεί με τον πολιτισμικό θεσμό που την οριοθετούσε κατά τρόπο προκρούστειο. Αν τα εμπόδια δεν πρόκειται να εκλείψουν εντελώς, αν η εικονοποιητική διαδικασία είναι καταδικασμένη να παραμείνει ημιτελής (αλλά όχι λιγότερο ασυμβίβαστη στην έκφρασή της ούτε λιγότερο αμείλικτη στην υπονόμευση των εκάστοτε περιορισμών της), η απόλυτη παραίτηση από την ανάπτυξη εικόνων θα αποτελούσε ήττα έναντι όσων ασκούν λαθροχειρία στο φαντασιακό δυναμικό του ανθρώπου, έναντι του κατακτητικού, ασφυκτικού κόσμου των εμπορευμάτων. Μακριά από το να επιβάλλει δογματικά μια συγκεκριμένη προσέγγιση στο πρόβλημα της εικόνας (εξ ου και η δυσκολία της κριτικής στο να εντοπίσει μια τεχνοτροπία που θα συνέδεε τα τόσα ετερόκλητα έργα που προέκυψαν από τους κόλπους του κινήματος), ο υπερρεαλισμός δεν έχει κανένα λόγο να αρκεστεί σε προσεγγίσεις που απορρίπτουν εν γένει την εικονοποιία στο φως της εμπορευματοποίησης και αισθητικοποίησής της, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την άρνηση μιας ριζικής ανάγκης προς όφελος της επακόλουθης θεσμισμένης της χρήσης, αφήνοντας άθικτους τελικά τους όρους δια των οποίων σήμερα η παράγωγη εικόνων υποτάσσεται στην παραγωγή εξιδανικεύσιμων εμπορευμάτων και εμπορεύσιμων αισθητικών μορφών.
Ιερογλυφικό της επιθυμίας, παλίμψηστο αισθήσεων και παραστάσεων, η εικόνα ζει, όχι μόνο μέσα από την στιγμιαία μορφή της, αλλά κυρίως μέσα από τις μεταλλάξεις της. Δομές απρόβλεπτες, αφηγήσεις που εξελίσσονται όπως η ροή ήχων και χρωμάτων στο μυαλό ενός ανθρώπου μισοκοιμισμένου: με την ιλαρή βεβαιότητα εκείνου που, κάπου ανάμεσα στον ύπνο και την εγρήγορση, εκλέγει ελεύθερα τα υλικά για να αναπλάσει την πραγματικότητά του, και γνωρίζει ότι δεν θα φτάσει ποτέ στο τέλος της διαδρομής του, αλλά που γι’ αυτό ακριβώς παρασύρεται τόσο πρόθυμα από τις υποσχέσεις των διακλαδώσεων.

9/10/2006
Υπερρεαλιστική Ομάδα Αθηνών


* Το κείμενο αυτό μοιράστηκε στις επισκέπτριες και τους επισκέπτες της έκθεσης έργων της Σουρρεαλιστικής Ομάδας Τσεχίας-Σλοβακίας, που οργανώθηκε με τη συνεργασία της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Αθήνας. Στο πλαίσιο του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κόμιξ που διοργάνωσε το περιοδικό Βαβέλ, στις 12-15 Οκτωβρίου 2006 στο Γκάζι.